- προσκομίζοντας
- προσκομίζωcarrypres part act masc acc plπροσκομίζωcarrypres part act masc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Μπαχάμες — Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στον Ατλαντικό ωκεανό. Αποτελείται από περίπου 700 νησιά και νησίδες, που βρίσκονται ΝΑ της πολιτείας Φλόριντα των ΗΠΑ και Α της Κούβας.Διασκορπισμένες σε μια θαλάσσια έκταση μεγαλύτερη από 1.000 τ. χλμ … Dictionary of Greek
Ντεβακάν — Λέξη σανσκριτική που σημαίνει «κατοικία θεών» και χρησιμοποιείται για τον καθορισμό μιας κατάστασης, ισοδύναμης με τον παράδεισο του χριστιανικού δόγματος. Μετά τον θάνατο, η ψυχή εγκαταλείπει το φυσικό σώμα και μπαίνει στο αστρικό πεδίο, όπου… … Dictionary of Greek